Από τα συντρίμμια του Πολέμου και της Κατοχής, του Εμφύλιου Σπαραγμού, της υστέρησης και της μετανάστευσης, ο Μίκης Θεοδωράκης πήρε, μαζί με λίγους εύψυχους και ξεχωριστούς Έλληνες, την Πατρίδα μας από το χέρι, την ανασήκωσε, αγκαλιάζοντάς την τρυφερά, συγχωρώντας την πάντα ως Μάνα, όταν υπήρξε έναντι του άδικη και σκληρή, την πλούμισε και την τίμησε στον Κόσμο ολόκληρο: υπενθύμισε, έτσι, ανεξίτηλα ότι το Ελληνικό αποθεώνεται μόνον ως Οικουμενικό, αλλά και ότι το Παγκόσμιο κοσμείται από το φως ενός τόπου, που τις αρχαίες αξίες του ο μεγάλος αναχωρητής μετάλλαξε σε απαντοχή για το παρόν και ελπίδα για το μέλλον του Ανθρώπου.
Αλλά, κυρίως, εμψύχωσε έναν καθημαγμένο λαό, έδωσε αυτοπεποίθηση στους Έλληνες, ξαναγέμισε τη φαρέτρα μας με τον Λόγο, τη Γλώσσα, την Ποίησή μας, την οποία κατέστησε γνωστή σε γενιές ολόκληρες και που χωρίς τη μουσική του δεν θα στόλιζε τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων στη γη ολόκληρη, επικύρωσε δηλαδή όχι ως απλώς επαρκή, αλλά ως αναγκαία συνθήκη για το ευ ζην του ανθρώπου το Φως, το Όνειρο, τον Αγώνα, τα πρωτογενή δηλαδή υλικά του Ελληνισμού.
Μας έκανε, εν τέλει, περήφανους ως Έλληνες, γιατί μίλησε στην ψυχή των ανθρώπων του Κόσμου ολόκληρου.
Και μας έκανε καλύτερους ανθρώπους και πολίτες του Κόσμου, γιατί κατέδειξε ότι ως Έλληνες φέρουμε, εντός, εκτός και επί ταύτα, στην Πολιτική, την Τέχνη, την Επιστήμη, την καθημερινότητα μας εκείνα τα χαρακτηριστικά, τούτα τα μηνύματα που κληρονομήσαμε, που κληρονόμησε και αποθέωσε προέχοντος ο απών μεγάλος Έλληνας, και που είναι η προίκα μας χιλιάδες χρόνια τώρα: την περηφάνια του αγριμιού της Κρήτης, την ευγένεια και τη δύναμη του Ιερού Βράχου και του Παρθενώνα, την ταπεινότητα και την εγκαρτέρηση, την Αγάπη τελικά, που εκπέμπει ένα μικρό ξωκλήσι σε μια νησίδα του Αιγαίου.
Ο Μίκης δεν συμβολίζει μια Ελλάδα που δεν υπάρχει πια- κι ας είναι η χώρα μας μακράν της Άνοιξης που ονειρεύτηκε και τραγούδησε ανεξίτηλα και ανεπανάληπτα. Μια τέτοια ηττοπαθής παραδοχή κείται πέραν του ηρωισμού, του διαρκούς αγώνα με τον οποίο ταύτισε την ζωή και τη δράση του, έτσι και αλλιώς δεν του προσήκει.
Συμβολίζει και πρέπει πάντα να συμβολίζει την αγωνιζόμενη Ελλάδα, αυτήν που αναγεννάται από τις στάχτες της, συναιρεί και συμπυκνώνει ως τρόπο ιδιωτικού βίου και δημοσία οδός, τον Άνθρωπο που δια της πτώσης του ανασηκώνεται ψηλότερα, την Κοινωνία που αναμετριέται συνεχώς με τις δυνάμεις της και μεταφράζει τα λάθη και τις αστοχίες της σε νέους, πιο υψιπετείς στόχους, την Ανάσταση τελικά.
Αυτήν την Ανάσταση, την οποία τόσο τραγούδησε, αυτήν την οποία, ως ατέλειωτο χορό μας δίδαξε να προσδοκούμε, αυτήν στην οποία, έτσι κι αλλιώς, ανήκει.
Γιατί αν δεν της ανήκει ο Μίκης, τότε ποιος;